Αυτός, o Άλλος και το Παντελόνι του
Να έχω έναν άνθρωπο…
Με αφορμή το φετινό έτος Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο δημοφιλής ηθοποιός Χρήστος Χατζηπαναγιώτης κι ο ηθοποιός και σκηνοθέτης, γνωστός μεταξύ άλλων και για τη θητεία του στο νεοελληνικό έργο, Μάνος Καρατζογιάννης παρουσιάζουν το μονόπρακτό του «Αυτός και το παντελόνι του», που ανέβηκε το Μάιο του 2018 στο Θέατρο Σταθμός, μαζί με τον «Επικήδειο» του ίδιου συγγραφέα σε ενιαία παράσταση με τον γενικό τίτλο «Αυτός, ο Άλλος και το Παντελόνι του». Η τόσο αστεία όσο και συγκινητική παράσταση - φόρος τιμής στον πατριάρχη του νεοελληνικού θεάτρου - που παρουσιάστηκε το περασμένο καλοκαίρι στον Πύργο Μπαζαίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Νάξου, γενέτειρας του Ιάκωβου Καμπανέλλη και σε επιλεγμένες πόλεις της Ελλάδας, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές παρουσιάζεται για τρεις μόνο παραστάσεις στο Θέατρο Σταθμός, πριν ξεκινήσει τη χειμερινή της περιοδεία.
* Μετά την ολοκλήρωση της παράστασης, οι συντελεστές της και το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ θα συναντηθούν δημιουργικά στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός, όπου ο καθηγητής Γιώργος Π. Πεφάνης, πρόεδρος του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, διευθυντής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του και μελετητής του έργου του Ιάκωβου Καμπανέλλη, θα μιλήσει για τον σπουδαίο συγγραφέα. Η εκδήλωση θα ολοκληρωθεί με συζήτηση ανάμεσα στον ομιλητή, τους συντελεστές και, κυρίως, με το κοινό που θα απαρτίζεται, επίσης, κι από μέλη και φοιτητές / φοιτήτριες του τμήματος των Θεατρικών Σπουδών.
Σημείωμα σκηνοθέτη
Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης μόνος του στη σκηνή. Ξανά. Γίνεται «Αυτός».
Μιλά για το ξόδι κάποιου «Άλλου» και για το «Παντελόνι» του.
Στο πρώτο μέρος της παράστασης, μέσα από έναν σπαρταριστό «Επικήδειο» μας χαρίζει - για άλλη μια φορά - αβίαστα το γέλιο σατιρίζοντας τη ματαιοδοξία και τις μικρότητες της ανθρώπινης φύσης.
Στο δεύτερο μέρος, το δυσαναπλήρωτο κενό της μάνας γίνεται σπαρακτικός μονόλογος με μόνους ακροατές τα έπιπλα του σπιτιού του. Συγκατοικεί με τις φορτισμένες αναμνήσεις και τις φαντασιώσεις που του προκαλεί η αβάσταχτη μοναξιά. Η υποσυνείδητη ανάγκη του να «έχει έναν άνθρωπο» εκφράζεται, άλλοτε με υποδόριο χιούμορ κι άλλοτε με ακραιφνή ευαισθησία.
Άλλωστε, η πίκρα, η γεμάτη από μοναξιά μελαγχολία, το καυστικό χιούμορ, η αγάπη και η νοσταλγία αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα όχι μόνο των συγκεκριμένων μονόπρακτων αλλά κι ολόκληρου του έργου του Ιάκωβου Καμπανέλλη που φέτος, εκατό χρόνια από τη γέννησή του, τιμάμε τη μνήμη του και την προσφορά του στο θέατρο, στον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία μας.
Μάνος Καρατζογιάννης
Σημείωμα συγγραφέα
Η αγάπη μου για τους μονολόγους είναι παλιά, από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50, τότε που για πρώτη φορά είδα πως υπάρχουν και θεατρικά αυτής της μορφής. Ήταν και πάλι στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Έως τότε δεν ήξερα πως είναι δυνατόν να υπάρχει μονόπρακτο με ένα μόνο πρόσωπο επί σκηνής – κι όμως να μην είναι ένα. Ούτε θα μπορούσα να φανταστώ ότι είναι δυνατόν ένας ηθοποιός, όσο μάστορης κι αν είναι, να «μονολογεί» επί μισή ώρα επί σκηνής κι όμως να καθηλώνει τους θεατές.
«Αυτός και το πανταλόνι του»: Το 1957 – νομίζω την άνοιξη – ο Βασίλης Διαμαντόπουλος που ήδη είχε με πολύ μεγάλη επιτυχία παίξει μονολόγους σε πρόγραμμα του Θεάτρου Τέχνης, είχε μια τολμηρή ιδέα… να εμφανιστεί σ’ ένα πρόγραμμα αποτελούμενο όλο από μονολόγους.
Στον «Επικήδειο», το άλλο πρόσωπο, αυτό που χωρίς να φαίνεται και να ακούγεται συνομιλεί με το επί σκηνής, με ενδιέφερε όσο και το επί σκηνής πρόσωπο που βλέπουμε και ακούμε. Χωρίς να είναι παρών, ο θεατής θα έπρεπε σιγά-σιγά να αρχίσει να τον φαντάζεται, να τον γνωρίζει, ακόμα και να μαντεύει και τις αντιδράσεις του. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι πρώτος εγώ έπρεπε να ξέρω εξίσου καλά με τον επί σκηνής χαρακτήρα και τον αφανή συνομιλητή του. Ουσιαστικά δηλαδή πρόκειται για ένα διάλογο όπου αφαιρέθηκε ένας από τους δύο «λόγους». Για να αποκαλυφθούν και οι δύο μέσα από την οικονομία του ενός. Ποια η διαφορά; Τεράστια θα ’λεγα. Τόση που σαν συνήθη διάλογο αυτό το μονόπρακτο δε θα μού ’κανε κανένα κέφι να το γράψω.
Αυτή δα είναι και η μαγεία ενός μονολόγου, αυτή η μοναξιά του ενός προσώπου επί σκηνής, μοναξιά που ρευστοποιεί τα συγκεκριμένα του περίγυρου σε ύλη φαντασίας, ονείρου, σκέψης, δίνοντάς τους έτσι μιαν παραπανιστή σημασία και άπλα.