Είσαι στη δουλειά. Βαριέσαι. Δεν ξέρεις τι να κάνεις. Αν έχεις πολλή δουλειά, δεν σου αρέσει. Αν δεν έχεις καθόλου δουλειά, για κάποιο λόγο καταλήγει να είναι ακόμα χειρότερα. Δεν βρίσκεις κάποιο νόημα. Σήμερα 8 ώρες, αύριο 9, μεθαύριο πάλι 8. Δεν αλλάζουν και τόσα πολλά. Σίγουρα σε εκμεταλλεύονται, αλλά κυρίως νιώθεις ότι σε κοροϊδεύουν. Ο μόνος δρόμος είναι να κοροϊδέψεις κι εσύ: το αφεντικό, τον προϊστάμενο, τον πελάτη, τον εαυτό σου. Μήπως η δουλειά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια κοροϊδία χωρίς τέλος;
Αν τα έχετε αναρωτηθεί ποτέ όλα αυτά, σίγουρα δεν είστε οι μόνοι. Εκατομμύρια εργαζόμενοι σε όλο τον πλανήτη αυτό το δευτερόλεπτο κοιτούν το ρολόι στο κινητό τους για να μετρήσουν αντίστροφα μέχρι το σχόλασμα (ή και κάτι περισσότερο, κάτι δραστικότερο) που θα τους απελευθερώσει από αυτήν την δυστυχία. Έτσι ακριβώς νιώθουν και οι ήρωες του Clerks και του Office Space, δύο ταινιών του 1994 και του 1999 αντίστοιχα που ενσάρκωσαν στο έπακρο την απουσία νοήματος στα μοντέρνα εργασιακά περιβάλλοντα και έδωσαν νέο κινηματογραφικό σχήμα στο αίσθημα της δυσφορίας μέσα στην εργασία.
Στο Clerks ο Kevin Smith εμπνεύστηκε από τις προσωπικές του εμπειρίες και αφηγήθηκε τον μουντό εργασιακό βίο δύο υπαλλήλων μίνι μάρκετ στο Νιού Τζέρσεϊ. Στο Office Space o Mike Judge, επίσης ορμώμενος από την δική του εργασιακή εμπειρία, έστρεψε το βλέμμα του στους πληροφοριακούς εργάτες μιας software εταιρείας στο Τέξας. Πρόκειται για δύο βασικές εκδοχές των εμπειριών της αμερικάνικης Γενιάς Χ κατά τη δεκαετία του ‘90: από τη μία οι χαμηλά αμειβόμενες dead-end δουλειές στο εμπόριο και τις υπηρεσίες (οι λεγόμενες McJobs) κι από την άλλη οι white-collar δουλειές γραφείου στους αναδυόμενους κλάδους της τεχνολογικής καινοτομίας στην εποχή της άνθησης του Silicon Valley.
Το Clerks και το Office Space, ειδικά με το πέρασμα του χρόνου καθώς αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερο cult following μέσα από την διάδοση της διαδικτυακής κουλτούρας, έδωσαν φωνή σε μια γενιά που συνδεόταν με έναν συγκεκριμένο τρόπο με την εργασία: μετά από μια δεκαετία σκληρής αποβιομηχάνισης στα 80s, πολλοί νέοι άνθρωποι της Δύσης εισέρχονταν σε μια μοντέρνα αγορά εργασίας που περιελάμβανε πια όλο και περισσότερες δουλειές χωρίς νόημα και προοπτική. Είχε άραγε τόση πολλή διαφορά να στρίβεις τις ίδιες βίδες σε ένα εργοστάσιο υπό το βλέμμα του επιστάτη από το να πατάς τα ίδια κουμπιά σε μια ταμειακή μηχανή ή έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή υπό το micromanagement του διευθυντή;
O Kevin Smith και ο Mike Judge, αμφότεροι Gen X παιδιά της ειρωνικής μαζικολαϊκής αμερικανικής κωμωδίας που ξεκινούσε από το Saturday Night Live και έφτανε μέχρι τους Simpsons, εντόπισαν πλούσιες κωμικές δυνατότητες σε αυτό το σύγχρονο αίσθημα εργασιακής αλλοτρίωσης και αδιεξόδου. Δεν είναι φυσικά πρωτότυπο για την κινηματογραφική κωμωδία να στρέφει τα βέλη της κριτικής της εναντίον της αλλοτριωμένης εργασίας στον καπιταλισμό: το έχουμε δει στο Modern Times του Charlie Chaplin και το Playtime του Jacques Tati, μεταξύ πολλών άλλων.
Λίγο πριν την στροφή του 21ου αιώνα, σε μια εποχή λατρείας του υπερ-ορθολογισμού και της τεχνολογικής ανάπτυξης, το Clerks και το Office Space κατάφεραν να συμπυκνώσουν ένα συλλογικό ιστορικό πνεύμα κρίσης της ηθικής της εργασίας. Όπως ο Μπάρτλεμπυ ο Γραφιάς στο ομώνυμο διήγημα του Herman Melville, οι ήρωες των δύο ταινιών απλά δεν θέλουν να δουλέψουν. They would prefer not to. Και ποιος θα μπορούσε να τους αδικήσει άλλωστε;