Περνώντας τη ζωή τους στη σκιά της κυρίαρχης ανδροκρατικής εξουσίας, οι γυναίκες της περιφέρειας του 19ου και 20ου αιώνα παρέμεναν σε μεγάλο ποσοστό στο περιθώριο χωρίς να μπορούν να έχουν λόγο στις αποφάσεις που ήταν αποκλειστικά δικαίωμα των ανδρών.
Στον Θεσσαλικό χώρο, πέρα από τις υπόλοιπες εργασίες, με τις οποίες συνέβαλαν στην οικονομική παραγωγή της οικογένειας και της κοινότητας ως εργάτριες στα χωράφια, είχαν και την ευθύνη της τροφοδότησης των μελών της οικογένειάς τους, πάντα όμως εντός του οίκου. Έτσι, ανέπτυξαν ένα μυστικό κώδικα, μια λανθάνουσα εξουσία, που στηριζόταν στη χρήση της μαγείας και της τεχνογνωσίας των βοτάνων, τα λεγόμενα «πρακτικά», στην ικανότητα του «ξεματιάσματος» και άλλων δεξιοτήτων, μέσα από τη χρήση των υλικών που χρησιμοποιούσαν και στη μαγειρική, τα βότανα και τα χόρτα της περιοχής, το λάδι, το νερό και το αλεύρι.
Αυτές οι «Γυναίκες της Γης» που έμεναν αόρατες χρόνια ακόμα και για τους ερευνητές - αφού δεν θεωρούσαν άξιο καταγραφής τον λόγο μιας γυναίκας για την ιστορία ενός τόπου- προσεγγίζονται σκηνικά από τρία αρσενικά νεαρά σώματα, επιχειρώντας να φέρουν στη σκηνή το προσωπικό και συλλογικό αφήγημα του οικείου γηρασμένου θηλυκού σώματος. Με εκφραστικά εργαλεία τις πρώτες ύλες της τελετουργικής διαδικασίας, τη μεταμφίεση, τη μάσκα και τον συντονισμό του λόγου και του σώματος, οι τρεις ηθοποιοί επιδίδονται σε ένα καταιγιστικό storytelling που ταξιδεύει από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου και τα
Φαρσάλια του Λουκανού μέχρι τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία του Θωμά Ψύρρα, από παλιότερες αφηγήσεις, συνταγές και ιατροσοφικούς κώδικες του 19ου αιώνα, μέχρι σύγχρονες συνεντεύξεις που έγιναν κατά τη διάρκεια των παραστάσεων στη Θεσσαλία.
Η παράσταση Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα, αποτελεί ένα work in progress πάνω στο διάλογο της παραστασιακής τέχνης με την κοινωνική ανθρωπολογία με βασικούς άξονες τους κοινωνικούς ρόλους και τις έμφυλες διαστάσεις της τροφής και των λαϊκών μαγικοθρησκευτικών πρακτικών. Το θεατρικό κείμενο μεταλλάσσεται και επαναπροσδιορίζεται διαρκώς, καθώς τροφοδοτείται από τον όγκο των συνεντεύξεων που υλοποιούνται παράλληλα με τις παραστάσεις. Το κοινό καλείται να συμμετάσχει στην έρευνα και, εφόσον το επιθυμεί, να συμβάλλει στη συνέχιση της καταγραφής της προφορικής ιστορίας που έχει ήδη ξεκινήσει από την αρχή των παραστάσεων.