«Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΑΤΕΙΑ» του Νίκου Μπακόλα
Θεατρική Διασκευή: Άκης Δήμου
Σκηνοθεσία: Ελένη Ευθυμίου
ΜΟΝΗ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ - ΣΚΗΝΗ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΟΣ
Το ΚΘΒΕ, τιμώντας το Νίκο Μπακόλα και το έργο του, παρουσιάζει σε θεατρική διασκευή του Άκη Δήμου το αριστουργηματικό κείμενο του μεγάλου λογοτέχνη «Η Μεγάλη Πλατεία», σε σκηνοθεσία Ελένης Ευθυμίου. Μια συναρπαστική τοιχογραφία της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης, 20 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου συγγραφέα, στη Μονή Λαζαριστών (Σκηνή Σωκράτης Καραντινός. Πρεμιέρα: Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019.
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗ
..Ξαναγυρίζουμε, θέλουμε δεν θέλουμε, τη μνήμη μας στο εγγύτερο ή παλαιότερο παρελθόν, ή τουλάχιστον την ξαναγυρίζω εγώ (…) διότι μας γοητεύει, όσους γοητεύει, αυτή η επαναδρόμηση, η ανακύκλωση της Ιστορίας, αλλά και γιατί, όπως υποψιάζομαι, αισθανόμαστε μέσα μας, στο αίμα μας, την ανάγκη της συνέχειας του τόπου μας και του κόσμου και ό,τι μπορεί να σημαίνει ή να συνεπάγεται αυτό».
Νίκος Μπακόλας
Ο Άκης Δήμου ανέλαβε μετά από παραγγελία του Θεάτρου, να μεταφέρει στη θεατρική σκηνή τη «Μεγάλη πλατεία», ένα εμβληματικό κείμενο της μεταπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας. Ο Νίκος Μπακόλας δημιουργεί ένα μυθιστόρημα με κέντρο δράσης την πόλη της Θεσσαλονίκης. Οι προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων έρχονται να συναντήσουν την Ιστορία ενώ η ίδια η πόλη προβάλλεται μέσα από τη συλλογική μνήμη αλλά και το βίωμα των χαρακτήρων της. Μία πόλη διαρκών ιστορικών και πολιτικών αναταραχών. Μια πλατεία που καθιστά τις πράξεις των ανθρώπων ορατές.
Η «Μεγάλη πλατεία» τιμήθηκε το 1988 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.
Η σκηνική μεταφορά του πολυσύνθετου αυτού κειμένου, αποτελεί μια γοητευτική αναμέτρηση για την Ελένη Ευθυμίου, μια εξαιρετικά ταλαντούχα σκηνοθέτη της νέας γενιάς, που σκηνοθετεί για πρώτη φορά στο ΚΘΒΕ.
Κατάλληλη άνω των 13 ετών.
Σημείωμα σκηνοθέτη
Μεγάλη πλατεία ένας αιώνας μετά.
Το εμβληματικό μυθιστόρημα του Νίκου Μπακόλα ξεδιπλώθηκε μπροστά μας σαν ένας απέραντος κόσμος γεμάτος μυστικά μονοπάτια και σοκάκια, που χρειάστηκε να χαθούμε πρώτα μέσα σε αυτά για να μας οδηγήσουν κάποια στιγμή στην μεγάλη πλατεία.
Χρειάστηκε αρκετός χρόνος μέχρι να αφουγκραστούμε τη «γλώσσα» με την οποία θα μπορούσε να παρασταθεί η Μεγάλη Πλατεία επί σκηνής. Αναζητήσαμε έναν τρόπο που να συμπυκνώνει την επιβλητική ατμόσφαιρα και ιστορικότητα του μυθιστορήματος, την κινηματογραφική και ποιητική διάσταση της διασκευής, αλλά και την ανάγκη της δημιουργικής ομάδας να αφηγηθούμε την ιστορία με τρόπο σύγχρονο και διαχρονικό. Μέσα σε αυτό το πρισματικό περιβάλλον αναζήτησα φυσικά και την προσωπική μου κατάθεση και ματιά πάνω στην τελική σύνθεση αυτού του αριστουργηματικού έργου.
Η μη περιγραφική αναπαράσταση του τόπου και η δημιουργία ενός ενιαίου χώρου − μίας μεγάλης πλατείας − υπήρξε κεντρική απόφαση στην παραστασιακή δραματουργία. Εκεί το ιδιωτικό συμβαίνει παράλληλα με το δημόσιο, πολλές φορές μπλέκονται, άλλοτε συγκρούονται κι άλλοτε αποτελούν την ίδια ιστορία. Η λειτουργία του Πλήθους των ηθοποιών είναι αντίστοιχη με τον χορό μίας σύγχρονης, λαϊκής τραγωδίας όπου οι κεντρικοί ήρωες, περικυκλωμένοι από ανθρώπους που τους παρακολουθούν, αποτελούν την ίδια στιγμή τους παρατηρητές και τις σκιές στις ιστορίες των άλλων ανθρώπων. Η ιδιότυπη ενότητα χρόνου στο έργο του Νίκου Μπακόλα μας επέβαλε να δούμε τη μία ιστορία να εισβάλλει μέσα στην άλλη, να δημιουργείται η αίσθηση ενός διηνεκούς παρόντος και παράλληλα η αίσθηση πως η Ιστορία, σε όποια φάση της, είναι μία κατάσταση διαρκώς παρούσα στις ζωές των ανθρώπων.
Μεγάλη πρόκληση ήταν το να βρούμε τον κεντρικό θεματικό άξονα, το νόημα που συνδέει τις πολλές μικρές ιστορίες σε μία, με έναν τρόπο συμπαγή και ενιαίο. Στις ζωές των ηρώων του έργου, η δράση, κατά κύριο λόγο, συντελείται μέσα στο μυαλό τους. Εκεί εκφράζονται τα όνειρα, οι επιθυμίες, οι μνήμες, οι φόβοι, οι ανασφάλειες και οι ελπίδες τους. Αυτό που συνδέει τις εσωτερικές φωνές μεταξύ τους είναι η βαθιά και ακατανίκητη ανάγκη τους να ενωθούν με άλλους ανθρώπους, είτε μέσα από τον έρωτα είτε μέσα από την επίτευξη ενός πολιτικού οράματος, ώστε να νικήσουν έτσι την απέραντη μοναξιά τους και το κενό της ύπαρξής τους. Όλες οι πράξεις τους έχουν ως στόχο την πραγμάτωση του οράματος αυτού. Ο στόχος αυτός, όμως, δεν πραγματώνεται ποτέ ολοκληρωμένα. Το όραμα-όνειρο μοιάζει σαν μία κινητήριος δύναμη, σαν μία τάση προς τη ζωή, που λίγο πριν το τέλος της αέναης αυτής διαδρομής παραφυλάει ο θάνατος ή ο συμβιβασμός.
Παρότι όμως όλη αυτή η αφήγηση μοιάζει με μία ιστορία ήττας, υπάρχει μία ελπίδα μέσα μου πως δε μιλάμε τόσο για αυτή την ήττα όσο για την παραδοχή και τη συμφιλίωση με την ιδέα ότι οι άνθρωποι, διαρκώς ρημαγμένοι από την Ιστορία που εμείς οι ίδιοι κινούμε με τις δράσεις ή την αποχή μας, βρίσκουμε και πάλι ένα νέο όνειρο και ένα νέο όραμα να μας κινήσει μπροστά. Έτσι, αυτή η κυκλικότητα και επαναληπτικότητα της Ιστορίας απ’ τη μία φαντάζει τρομερά τραγική αλλά την ίδια στιγμή μας, αποκαλύπτεται ως ένας καθρέφτης συμφιλίωσης με το χάος, τη ματαίωση και το θάνατο ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής.
Ελένη Ευθυμίου