Ο Ιβάν Αντόνωφ αγόρασε ένα σακάκι… κάπως μαλλιαρό. Τώρα καλείται να πληρώσει φόρο για το πρόβατό του. Δηλαδή το σακάκι που εκτρέφει. Με λίγα λόγια για το πρόβατο που φοράει. Ο παραλογισμός των δημοσίων υπαλλήλων που εκπροσωπούν το κρατικό θηρίο συνθλίβει κάθε ελπίδα για δικαίωση και η μόνη λύση που διαφαίνεται είναι το δίλημμα της τρέλας ή της μοναχικής σταυροφορίας απέναντι στο σύστημα.
Λίγα λόγια για το έργο
Γραμμένο το 1976, "Το Σακάκι που Βελάζει" παραμένει επίκαιρο, με τη διαχρονική γραφή του συγγραφέα να ταιριάζει, 40 χρόνια αργότερα, απόλυτα στην ελληνική πραγματικότητα.
Χρησιμοποιώντας ως κύρια θεματική τη μάστιγα της γραφειοκρατίας και με όχημα την Οδύσσεια του Ιβάν Αντόνωφ μέσα σ’ έναν Δημόσιο Οργανισμό, ο Στρατίεβ αποδομεί τον κρατικό μηχανισμό με την σάτιρά του, θέτοντας κανόνες σε μία λογική που μέσα στο κρατικό σύστημα φαντάζει ως κάτι παράλογο και ανίσχυρο. Η αλήθεια, παγιδευμένη σε στοίβες εγκυκλίων, οδηγιών και αναφορών, πασχίζει να βρει τη διέξοδο μα πάλι χάνεται μέσα στα ξεχασμένα ερμάρια των διαδρόμων. Το σύστημα - ανασταλτικός παράγων της όποιας εξέλιξης - παγιδεύει και τελικά συνθλίβει τον απλό πολίτη που τολμάει να ξεφύγει.
Παράλληλα με την σάτιρά του, ο Στρατίεβ αναζητά μέσα απ’ τους ήρωές του και τον χαμένο χρόνο. Τον χρόνο που μεταφράζεται σε ώρες, γιγαντώνεται σε εβδομάδες και φεύγει σαν αέρας μέσα από τις εποχές που επαναλαμβάνονται, ενώ ο άνθρωπος μένει στάσιμος σαν ακροκέραμο και περιμένει «Κάποιος να έρθει, κάτι να γίνει…» όπως εξομολογείται και η Ντερμεντζίεβα.
Φέτος το έργο του Στρατίεβ συμπληρώνει 40 χρόνια ζωής, ενώ παράλληλα συμπληρώνονται και 35 χρόνια από την Πανελλήνια Πρώτη σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου. Η παράσταση - που ανεβαίνει σε νέα μετάφραση - χαίρει της επίσημης υποστήριξης της Πρεσβείας της Βουλγαρίας.