Σε ένα απομακρυσμένο χωριό, κάποιο κρύο απόγευμα του χειμώνα και μεσούσης μίας καταιγίδας, ένας άγνωστος άντρας βρίσκει καταφύγιο στην παλιά αποθήκη μίας φάρμας. Δεν θυμάται τι έχει συμβεί και πως έφτασε στην αποθήκη. Κατά την παραμονή του εκεί, γίνεται αντιληπτός από την κόρη του ιδιοκτήτη της φάρμας. Ο άγνωστος επισκέπτης είναι ευγενικός, πλην όμως τρομάζει την οικογένεια που προσπαθεί να μάθει πληροφορίες. Η καταιγίδα έχει διακόψει τις επικοινωνίες, δεν υπάρχει ρεύμα και η επαφή με τον έξω κόσμο είναι αδύνατη. Αρχικά κυριαρχεί φόβος για τον άγνωστο άντρα όμως σιγά-σιγά ξυπνάνε συναισθήματα αγάπης και συμπόνιας. Οι χαρακτήρες ξεδιπλώνουνε. Ο άγνωστος είναι η ευκαιρία να μιλήσουν για όσα δεν τους επέτρεπε η μικρή κοινωνία του χωριού και οι περιστάσεις.
Λίγα λόγια για το έργο
Μέσα από το πρίσμα της σάτιρας το έργο προσπαθεί να αναδείξει ένα ευαίσθητο και λεπτό θέμα της σύγχρονης κοινωνίας, την εσωτερική μοναξιά .
Ακροβατώντας στο λεπτό νήμα που χωρίζει το γέλιο από το κλάμα, και τη μοναξιά από τη μοναχικότητα, ο συγγραφέας επιδιώκει να προσεγγίσει τα αχαρτογράφητα νερά της ψυχοσύνθεσης των χαρακτήρων του. Πόσο μόνοι είμαστε τελικά; Κι αν, από επιλογή, αποφασίσαμε να μένουμε μόνοι, τι μας ώθησε σε αυτό;
Κυλώντας από την περιστασιακή και την εξελικτική μοναξιά, στα βαθιά «φαράγγια» της εσωτερικής μοναξιάς, ορθώσαμε έναν τοίχο μέσα μας. Προστατεύοντας όμως τα όμορφα συναισθήματά μας, δίχως να το καταλάβουμε, τα κάναμε αιχμάλωτα . Εσώκλειστα. Φυλακισμένα. Ξεχασμένα στην «παλιά αποθήκη» του μυαλού μας, σέρνουν βαριές τις αλυσίδες, κάνοντας εκκωφαντική την αποχή μας. Η φύση μας προίκισε να τα γεννάμε για να τα προσφέρουμε. Κι αν δεν το κάνουμε, όσο μεγαλώνουμε, τόσο αυτά θα συνωστίζονται μέσα μας.
Όλα όμως -και όχι πάντα μαγικά- μπορούν να αλλάξουν. Τα τείχη γκρεμίζονται ξαφνικά και δραπετεύουν οι αλήθειες μας. Χορεύουν γύρω μας ελεύθερα τα συναισθήματά μας. Το ξεχειλισμένο απόθεμα βρίσκει με μιας κανάλι, και ορμητικό ξεχύνεται από το βλέμμα μας… Η συνέχεια στο σανίδι!
Λίγα λόγια από τον σκηνοθέτη
Ο Αχυρώνας, ένα έργο του θεατρικού συγγραφέα Γιώργου Μπουρονίκου, αποτελεί μια ακόμη θεατρική πρόκληση για εμένα, ώστε να βάλω σκηνοθετικά την υπογραφή μου. Πρόκληση, μιας και σπανίζουν οι σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς και μάλιστα που καταπιάνονται με την ελληνική ηθογραφία . Πρόκειται για ένα έργο το οποίο σκιαγραφεί με γλαφυρό τρόπο τη ζωή σε μια κλειστή απομονωμένη κοινωνία και μας παρουσιάζει περίτεχνα τους χαρακτήρες του οικείου περιβάλλοντος της βασικής πρωταγωνιστικής οικογένειας, σαν μια άλλη παρέλαση χαρακτήρων, που βαστά τις ρίζες της στο θέατρο σκιών και τα πτωχοπροδρομικά... Μόνο που αυτοί οι χαρακτήρες δεν είναι μονοδιάστατοι. Και αυτή είναι η πρόκληση.... Ο καθένας κουβαλά τα δικά του προσωπικά ράκη, πάθη και ασχήμιες, προσπαθώντας πολλές φορές μάταια να βρει έναν δίαυλο επικοινωνίας, μια κραυγή βοήθειας.
Για κάποιους το αφηγηματικό στοιχείο της παράστασης μπορεί να «κλωτσήσει», αλλά για εμένα αυτό είναι και το ενδιαφέρον, μιας και θεωρώ ότι αποτελεί προπαρασκευαστικό στάδιο, ώστε να έρθει ομαλά το στοιχείο του «ξένου»… Οι χαρακτήρες μιλούν για να καλύψουν τις ενοχές τους, τις επιθυμίες τους, τις αμήχανες στιγμές τους και τα κενά τους. Οι ελάχιστες παύσεις και οι αμφισημίες αρχίζουν να λειτουργούν, έπειτα και της παρείσφρησης του " ξένου " στοιχείου, ακριβώς όπως και στα Πιντερικά κείμενα, όπου ο κάθε νέος εισβολέας αποτελεί την αιτία ώστε να ανοίξει ο προσωπικός ασκός του Αιόλου… Με τη μόνη διαφορά πως στον Αχυρώνα ο «Ξένος» λειτουργεί, εντέλει, ενωτικά, προσωποποιώντας το θάρρος ή το θράσος που χρειάζεται ο καθένας μας, ώστε να αντιληφθεί την ίδια του τη ζωή και έπειτα να την επικοινωνήσει στους δικούς του…